Εκτός από τις προκλήσεις, η εξέλιξη του ελληνικού τραπεζικού τομέα έχει καταγράψει κέρδη στο πρώτο εξάμηνο του 2024, που ανέρχονται σε 2,3 δισεκ. ευρώ, υπερβαίνοντας τα 1,9 δισεκ. ευρώ του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος του 2023. Η ενίσχυση αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, περιλαμβάνοντας τα έσοδα από πληρωμές και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών παρουσίασε μια ελαφρώς αρνητική τάση, κυρίως λόγω της ενσωμάτωσης ορισμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ). Ο δείκτης ΜΕΔ για τον τραπεζικό τομέα τον Ιούνιο του 2024 ανέρχεται στο 6,9%, εξακολουθώντας να είναι πολύ υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν στα ίδια επίπεδα το πρώτο εξάμηνο του 2024, με τον Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (CET1) να μειώνεται οριακά στο 15,4%. Παρά ταύτα, οι δείκτες αυτοί παραμένουν κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που τοποθετεί τις ελληνικές τράπεζες σε μια θέση που χρήζει περαιτέρω ενίσχυσης για να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Συνολικά, η εξασφάλιση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σχετίζεται άμεσα με την ενίσχυση του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Η προώθηση μεταρρυθμίσεων για την εμβάθυνση της Τραπεζικής Ένωσης και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο ΕΕ είναι κρίσιμης σημασίας.
Πηγή: newsbeast.gr