21 Δεκεμβρίου, 2024

Imerida

Ελληνική οικονομία και κτηματαγορά: Οι προκλήσεις μιας μονόπλευρης ανάπτυξης


Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική οικονομία έχει αποκτήσει μια χαρακτηριστική εξάρτηση από τις επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων, οι οποίες αποτελούν σημαντική πηγή ξένων κεφαλαίων για τη χώρα. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι το πρώτο εξάμηνο του 2024, πάνω από το 54% των άμεσων ξένων επενδύσεων κατέληξαν στην αγορά ακινήτων. Συγκεκριμένα, από τα 2,1 δισ. ευρώ που επενδύθηκαν στη χώρα, τα 1,14 δισ. ευρώ αφορούν τον τομέα του real estate. Αυτή η τάση έχει ενισχυθεί από το πρόγραμμα της «Χρυσής Βίζας», που παρέχει τη δυνατότητα σε πολίτες τρίτων χωρών να αποκτήσουν άδεια διαμονής στην Ελλάδα μέσω επενδύσεων σε ακίνητα άνω των 250.000 ευρώ, με τις πιο δημοφιλείς περιοχές να απαιτούν αξίες ακόμα μεγαλύτερες.

Η πρόσδεση της ελληνικής οικονομίας στις επενδύσεις ακινήτων αποκαλύπτει συνάμα μια βαθύτερη δομική αδυναμία. Ενώ οι επενδύσεις αυτές ενισχύουν τη ρευστότητα και την άμεση εισροή κεφαλαίων, δεν προάγουν την μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη. Τα ακίνητα δεν δημιουργούν τις αναγκαίες θέσεις εργασίας ούτε επενδύουν στην παραγωγική βάση, ενώ σε έναν κόσμο όπου η καινοτομία και η «πράσινη» ανάπτυξη είναι κρίσιμοι παράγοντες προόδου, η Ελλάδα πρέπει να μετατοπιστεί από την εξάρτηση από την κτηματαγορά.

Η εξάρτηση από τις επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων, εκτός από τα θετικά της, φέρνει και σοβαρές κοινωνικές συνέπειες. Η άνοδος των τιμών των ακινήτων καθιστά δύσκολη την απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας ή την εύρεση προσιτής στέγης, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. Η αύξηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων μέσω πλατφορμών όπως το Airbnb επιβαρύνει περαιτέρω την κατάσταση. Επιπλέον, η κερδοσκοπία και η αύξηση του ελάχιστου ύψους επένδυσης στο πρόγραμμα «Χρυσής Βίζας» αναμένεται να περιορίσουν τη ζήτηση για ακίνητα, ιδιαίτερα στην Αττική.

Αναγκαία είναι η προσέλκυση άλλων μορφών ξένων επενδύσεων, καθώς οι τρέχουσες επενδύσεις σε ακίνητα δεν μπορεί να συνεχίσουν να αποτελούν τον κινητήριο μοχλό της ανάπτυξης. Το οικονομικό επιτελείο αντιλαμβάνεται ότι το μοντέλο ανάπτυξης έχει ανάγκη από διαφοροποίηση. Έτσι, στον προϋπολογισμό για το 2025 προγραμματίζεται ρυθμός ανάπτυξης 2,2% για το 2024 και 2,3% για το 2025, με εκτίμηση μείωσης της ανεργίας στο 9,7%. Αυτές οι προβλέψεις, αν και αισιόδοξες, παραμένουν επισφαλείς εάν δεν υπάρξουν παραγωγικές επενδύσεις.

Η έμφαση στην τεχνολογία και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι κρίσιμη, καθώς τέτοιες επενδύσεις θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες θέσεις εργασίας και θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Διαφορετικά, η χώρα μπορεί να παραμείνει σε μια κτηματομεσιτική οικονομία που θα είναι επιρρεπής σε διακυμάνσεις και κινδύνους.

Η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, όπως προκύπτει από το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2025, δείχνει ότι η κυβέρνηση προτίθεται να προχωρήσει σε μέτρα για τη διασφάλιση δημοσιονομικής σταθερότητας, ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι υψηλό, υπογραμμίζοντας τη σημασία της ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας, καθώς οποιαδήποτε επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες.

Η πρόβλεψη μείωσης του πληθωρισμού στο 2,1% το 2025 και αύξησης των αμοιβών ανά εργαζόμενο κατά 4,3% συνιστούν ευνοϊκές συνθήκες για αναβάθμιση της αγοραστικής δύναμης, αλλά η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί στρατηγική προσέγγιση στην παραγωγή και τις επενδύσεις.

Πηγή: newsbeast.gr

Share: Facebook Twitter Linkedin