Ανησυχητικά είναι τα ευρήματα της Τράπεζας της Ελλάδος αναφορικά με την κατάσταση των δανείων, καθώς το πρώτο εξάμηνο του έτους παρατηρήθηκε αύξηση όχι μόνο των «κόκκινων δανείων», αλλά και των δανείων που πλησιάζουν τον χαρακτηρισμό αυτό. Σύμφωνα με την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες, γνωστά ως πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές, αυξήθηκαν κατά 43%, φτάνοντας τα 7,7 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο του 2024, από 5,4 δισεκατομμύρια ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023. Ο λόγος αυτών των δανείων προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων ανέβηκε στο 5,5% τον Ιούνιο του 2024, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους, με την αύξηση αυτή να οφείλεται κυρίως σε επιχειρηματικά δάνεια.
Το συνολικό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) ανήλθε σε 10,4 δισεκατομμύρια ευρώ τον Ιούνιο του 2024, καταγράφοντας αύξηση 4,8% ή 476 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2023. Ειδικότερα, οι ροές δανείων που «κοκκίνισαν» ανήλθαν σε 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων 1 δισεκατομμύριο ευρώ αφορούσε δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο, οι ροές από μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς εξυπηρετούμενα περιορίστηκαν σε 0,7 δισεκατομμύρια ευρώ, αφήνοντας καθαρές ροές ύψους 576 εκατομμυρίων ευρώ προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Σημειώνεται ότι τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών αυξήθηκαν επίσης τον Ιούνιο του 2024 και ανήλθαν σε 3,7 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 35,6% των ΜΕΔ, αύξηση 46,3% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2023. Το 68,2% αυτών των ΜΕΔ είναι σε καθυστέρηση άνω του ενός έτους, με τα ποσοστά καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια στο 61,8%, για τα στεγαστικά στο 78,8% και για τα καταναλωτικά στο 58,6%.
Τέλος, η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών είναι προφανής από την κατανομή δανείων ανά στάδιο σύμφωνα με το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Τον Ιούνιο του 2024 παρατηρείται οριακή αύξηση των δανείων με υψηλό πιστωτικό κίνδυνο, ενώ ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ο οποίος ανέρχεται σε 2,3%. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι οι προσπάθειες μείωσης του αποθέματος ΜΕΔ πρέπει να συνεχιστούν, ιδιαίτερα σε λιγότερο σημαντικές τράπεζες που παρουσιάζουν ακόμα υψηλούς δείκτες ΜΕΔ, φτάνοντας το 36,4% τον Ιούνιο του 2024.
Πηγή: newsbeast.gr